- προεικάζω
- (olacakları) önceden kestirmek
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
προεικάζω — ΝΑ εικάζω κάτι εκ τών προτέρων, προμαντεύω («τὰ γενόμενα ἀναμιμνήσκοντες καὶ τὰ μέλλοντα προεικάζοντες», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εἰκάζω «συμπεραίνω»] … Dictionary of Greek
προεικαζόντων — προεικάζω conjecture beforehand pres part act masc/neut gen pl προεικάζω conjecture beforehand pres imperat act 3rd pl προεικαζόντων , προεικάζω conjecture beforehand pres part act masc/neut gen pl προεικαζόντων , προεικάζω conjecture beforehand… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεικάζοντες — προεικάζω conjecture beforehand pres part act masc nom/voc pl προεικάζοντες , προεικάζω conjecture beforehand pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεικάσας — προεικά̱σᾱς , προεικάζω conjecture beforehand fut part act fem acc pl (doric) προεικά̱σᾱς , προεικάζω conjecture beforehand fut part act fem gen sg (doric) προεικά̱σᾱς , προεικάζω conjecture beforehand fut part act fem acc pl (doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εικάζω — (AM εἰκάζω) συμπεραίνω νεοελλ. (παθ. με μέση σημασία) (ει)κάζεται μού φαίνεται αρχ. 1. παριστάνω με εικόνα, φτιάχνω ομοίωμα, απεικονίζω 2. παραβάλλω, παρομοιάζω 3. περιγράφω με παρομοίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. εικάζω είναι μεταβιβαστικό όπως και το… … Dictionary of Greek
προεικασία — η, Ν πρόβλεψη («οι προεικασίες μου επαληθεύθηκαν»]. [ΕΤΥΜΟΛ. < προεικάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Φίλιππο Ιωάννου] … Dictionary of Greek